- νεραϊδόπαιδο
- το1. παιδί νεράιδας2. πολύ όμορφο παιδί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεραϊδόπουλο — το το παιδί τής νεράιδας, νεραϊδόπαίδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεράιδα + υποκορ. κατάλ. πουλο, ουδ. τής κατάλ. πουλος* (πρβλ. μελισσό πουλο)] … Dictionary of Greek